ευνουχίζω

ευνουχίζω
ευνούχισα, ευνουχίστηκα, ευνουχισμένος
1. αφαιρώ τους γεννητικούς αδένες (όρχεις) ζώου ή ανθρώπου, αλλ. μουνουχίζω.
2. μτφ., αφαιρώ ικανότητα από κάποιον: Τα ανελεύθερα καθεστώτα ευνουχίζουν τη βούληση των πολιτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὐνουχίζω — castrate pres subj act 1st sg εὐνουχίζω castrate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνουχίζω — ευνουχίζω, ευνούχισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… …   Dictionary of Greek

  • εὐνουχιζομένων — εὐνουχίζω castrate pres part mp fem gen pl εὐνουχίζω castrate pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχιζόμενον — εὐνουχίζω castrate pres part mp masc acc sg εὐνουχίζω castrate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισθέντα — εὐνουχίζω castrate aor part pass neut nom/voc/acc pl εὐνουχίζω castrate aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχισάντων — εὐνουχίζω castrate aor part act masc/neut gen pl εὐνουχίζω castrate aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίζει — εὐνουχίζω castrate pres ind mp 2nd sg εὐνουχίζω castrate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίζοντα — εὐνουχίζω castrate pres part act neut nom/voc/acc pl εὐνουχίζω castrate pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνουχίζουσι — εὐνουχίζω castrate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὐνουχίζω castrate pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”